πολύφημος

πολύφημος
Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως μονόφθαλμος γίγαντας που έβοσκε πρόβατα και κατσίκια σ’ ένα νησί, που ταυτίζεται συνήθως με τη Σικελία. Ο Οδυσσέας με δώδεκα από τους άνδρες του είχε εισχωρήσει στη σπηλιά του. Ο Π., γυρίζοντας με το κοπάδι του και κλείνοντας την είσοδο της σπηλιάς μ’ ένα τεράστιο βράχο, ανακάλυψε τον Οδυσσέα και τους άντρες του, σκότωσε δυο και τους έφαγε. Το επόμενο βράδυ, ο Οδυσσέας, που είχε μείνει φυλακισμένος στη σπηλιά στο διάστημα της ημέρας και είχε δει άλλους τέσσερις από τους συντρόφους του να καταβροχθίζονται, μέθυσε τον Π. με κρασί και τον τύφλωσε μ’ ένα αιχμηρό ξύλο. Είχε πει στον Π. πως λεγόταν Ούτις (Κανείς) κι όταν οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν στην κραυγή του Π., ο τελευταίος απάντησε στις ερωτήσεις τους πως ο Ούτις τον σκοτώνει. Εκείνοι τότε έφυγαν. Το επόμενο πρωί, ο Οδυσσέας έδεσε σφιχτά τρία τρία κριάρια μαζί, και κάτω από κάθε τρία κριάρια έκρυψε και από έναν από τους συντρόφους του. Έτσι, όταν ο τυφλός Π. ελευθέρωσε το κοπάδι του, μπόρεσαν να δραπετεύσουν. Ο Οδυσσέας κρυβόταν κάτω από τη δασύμαλλη κοιλιά του μεγαλύτερου κριαριού. Κατά μια εκδοχή, ο Π. ερωτεύτηκε τη νύμφη Γαλάτεια και ο έρωτας αυτός είναι το θέμα του 12ουΕιδύλλιουτου Θεόκριτου. Οι περιπέτειες του Οδυσσέα έχουν ιδιαίτερα εμπνεύσει την αρχαία ελληνική τέχνη. Εδώ ο Οδυσσέας εικονίζεται να τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολύφημο. Πρόκειται για ζωγραφική διακόσμηση πρωτοαττικού αμφορέα του 7ου π.Χ. αι. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Ελευσίνα).
* * *
-η, -ο / πολύφημος, -ον, ΝΑ, δωρ. τ. πολύφαμος, -ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιώνυμος («πολύφημος και πολυώνυμος σοφός», Φίλ.)
2. ως κύριο όν. Πολύφημος
μυθ. i) περιώνυμος Κύκλωπας τής Οδύσσειας, γιος τού Ποσειδώνος και τής νύμφης Θοώσης, ο οποίος κατά την ομηρική διήγηση κατοικούσε σε σπήλαιο βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες
ii) (στη Λάρισα τής Θεσσαλίας) ήρωας ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη τών Λαπιθών κατά τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία
αρχ.
1. αυτός που γνωρίζει πολλά άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και πολύφημος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος από φωνές, θορυβώδης («ἀγορὴν πολύφημον», Ομ. Οδ.)
3. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύφημον
η εκκλησία τού δήμου, η αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πολύφημος — abounding in songs and legends masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφημος — abounding in songs and legends masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφημον — πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полифем — (Πολύφημος,) циклоп (см.), сын Посейдона и нимфы Фоозы. Одиссей с частью спутников искал гостеприимства в пещере П., изображаемого в Одиссее (IX) диким одноглазым великаном, занимающимся скотоводством. П. стал пожирать спутников Одиссея;… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πολυφήμοις — Πολύφημος abounding in songs and legends masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφήμοις — πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφήμου — Πολύφημος abounding in songs and legends masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφήμου — πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφήμῳ — Πολύφημος abounding in songs and legends masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφήμῳ — πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”